- ἐπινόμιον
- ἐπι-νόμιον, τό, das Weidegeld
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπινόμιον — payment for pasturage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινόμιον — (I) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νομή] τα χρήματα που πληρώνονται για τη βοσκή. (II) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νόμος] τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα. (III) ἐπινόμιον και ἐπινόμι και ‘πινόμι(ν) τὸ (Μ) [όνομα] 1. επώνυμο 2. προσωνυμία («ὀνομάζονταν… … Dictionary of Greek
ἐπινομίῳ — ἐπινόμιον payment for pasturage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)